λαμπρεύω

λαμπρεύω
[Λαμπρή]
1. γιορτάζω την Ανάσταση, κάνω Λαμπρή
2. τρώγω κρέας μετά τη νηστεία τής Μεγάλης Σαρακοστής
3. τρώγω άφθονα, περνώ πλουσιοπάροχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”